μαγματισμός

μαγματισμός
ο
γεωλ.
1. η διεργασία τού μετασχηματισμού, τής μετανάστευσης και τής στερεοποίησης τού μάγματος
2. θεωρία που υποστηρίζει τη μαγματική προέλευση τών γρανιτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδογενής — ές (Α ἐνδογενής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται μέσα στον οργανισμό ή από κάποια εσωτερική αιτία 2. φρ. «ενδογενείς δυνάμεις ή παράγοντες» γεωλογικές δυνάμεις που προέρχονται από το εσωτερικό τής γης (σεισμοί, μαγματισμός, θερμές πηγές κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”